αποτρώγω — και αποτρώω απόφαγα, αποφαγωμένος, τελειώνω το φαγητό μου: Περίμενέ με λίγο ν αποφάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτρώγω — κ. τρώω (AM ἀποτρώγω) αποτελειώνω το φαγητό μου αρχ. 1. κόβω με τα δόντια, ροκανίζω 2. τρώγω αργά 3. κατατρώγω, σπαταλώ 4. διανοίγω 5. φρ. «ἀποτρώγω τὸ ἀπορηθέν» εξετάζω επιπόλαια την απορία χωρίς να εμβαθύνω στην ουσία της υπόθεσης … Dictionary of Greek
ἀποτρώγῃ — ἀποτρώγω bite pres subj mp 2nd sg ἀποτρώγω bite pres ind mp 2nd sg ἀποτρώγω bite pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτραγόντα — ἀποτρώγω bite aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποτρώγω bite aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτράγῃ — ἀποτρώγω bite aor subj mp 2nd sg ἀποτρώγω bite aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρώγει — ἀποτρώγω bite pres ind mp 2nd sg ἀποτρώγω bite pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρώγοντα — ἀποτρώγω bite pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποτρώγω bite pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρώγουσι — ἀποτρώγω bite pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποτρώγω bite pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρώγουσιν — ἀποτρώγω bite pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποτρώγω bite pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέτρωγον — ἀποτρώγω bite imperf ind act 3rd pl ἀποτρώγω bite imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετρώγετο — ἀποτρώγω bite imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)